Я это выражение состоит из δύο λέξεων και θεωρείται ως ουσιαστικό (compound noun).
/ˈflaɪt kəˈmɒndər/
Ο όρος "flight commander" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι υπεύθυνο για την καθοδήγηση και τη διαχείριση μιας πτήσης, συνήθως σε στρατιωτικά ή αεροπορικά περιβάλλοντα. Η θέση αυτή απαιτεί υψηλή εκπαίδευση, εμπειρία και δεξιότητες ηγεσίας. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι πιο κοινή σε στρατιωτικά ή αεροπορικά πλαίσια και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, γνωστών κειμένων και εγγράφων σχετικά με την αεροναυτική ή τον στρατό.
The flight commander ensured everyone was safely onboard before takeoff.
Ο διοικητής πτήσης διασφάλισε ότι όλοι ήταν ασφαλείς πριν την απογείωση.
During the debriefing, the flight commander discussed the mission's objectives.
Κατά τη διάρκεια της αποτίμησης, ο διοικητής πτήσης συζήτησε τους στόχους της αποστολής.
The flight commander made the final call to land the aircraft due to bad weather.
Ο διοικητής πτήσης έκανε την τελική απόφαση να προσγειώσει το αεροσκάφος λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
Ο όρος "flight commander" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για τη δημιουργία σχετικών εκφράσεων.
Flight commander in control
"The flight commander in control navigated the aircraft smoothly through turbulence."
"Ο διοικητής πτήσης που ήταν υπεύθυνος κατεύθυνε το αεροσκάφος ομαλά μέσα από την ταραχή."
Trusted by the flight commander
"The team members were trusted by the flight commander to execute their roles efficiently."
"Τα μέλη της ομάδας ήταν αξιόπιστα από τον διοικητή πτήσης για να εκτελούν τους ρόλους τους αποτελεσματικά."
The decisions of the flight commander
"The decisions of the flight commander can often determine the outcome of the mission."
"Οι αποφάσεις του διοικητή πτήσης μπορούν συχνά να καθορίσουν την έκβαση της αποστολής."
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική λέξη "flight", που σημαίνει "πτήση", και "commander", που σημαίνει "διοικητής". Και οι δύο λέξεις έχουν ρίζες στον λατινικό και γερμανικό υπόστρωμα της αγγλικής γλώσσας.
Συνώνυμα: - Captain - Pilot in command
Αντώνυμα: - Trainee pilot - Co-pilot (σε ορισμένα πλαίσια)