Το "float" είναι ρήμα, ενώ το "cement" είναι ουσιαστικό. Στη συγκεκριμένη φράση "float with cement," η λέξη "float" χρησιμοποιείται ως ρήμα που ερμηνεύεται ως "επιπλέω" ή "επιπλέω με," και το "cement" αναφέρεται σε ένα υλικό.
/ floʊt wɪð səˈmɛnt /
Η φράση "float with cement" δεν είναι συνηθισμένη στα Αγγλικά, αλλά υποδηλώνει ως έννοια κάτι που θα μπορούσε να "επιπλέει" ή να "υποστηρίζεται" από τσιμέντο. Στον συγκεκριμένο πολιτιστικό και τεχνικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε μια διαδικασία που σχετίζεται με κατασκευές ή κρατήσεις υλικών. Η φράση δεν είναι ιδιαίτερα συχνή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά περιβάλλοντα.
Οι εργάτες χρειάστηκε να επιπλέουν με τσιμέντο για να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα της κατασκευής.
When applied correctly, you can float with cement to create a smooth surface.
Όταν εφαρμοστεί σωστά, μπορείς να επιπλέεις με τσιμέντο για να δημιουργήσεις μια λεία επιφάνεια.
He decided to float with cement for the new project at the construction site.
Η φράση "float with cement" δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές χρήσεις στο Αγγλικά, αλλά σχετίζεται με κατασκευαστικά και τεχνικά λεξιλόγια. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες συντελούμενες εκφράσεις που περιλαμβάνουν "float":
Χρήση: Αναφέρεται στην ευκανότητα και στον συνδυασμό κινήσεων και επιθέσεων.
"It’s time to float my ideas."
Χρήση: Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να παρουσιάσει ή να μοιραστεί τις σκέψεις του.
"I had to float the concept by my team first."
Αντώνυμα: sink, submerge.
Cement: