float-case: ουσιαστικό
float-case: /floʊt keɪs/
Η έννοια του float-case σχετίζεται με τη χρήση των τύπων δεδομένων σε γλώσσες προγραμματισμού, όπου το "float" αναφέρεται σε αριθμούς κινητής υποδιαστολής (decimals) και "case" μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικές μορφές ή τύπους που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση δεδομένων. Η συχνότητα χρήσης του όρου στην αγγλική γλώσσα είναι περιορισμένη και κυρίως απαντάται σε τεχνικά περιβάλλοντα προγραμματισμού ή ανάπτυξης λογισμικού.
Η χρήση του float-case είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως κώδικες και τεχνικά άρθρα.
The variable was declared as a float-case to handle decimal values accurately.
Η μεταβλητή δηλώθηκε ως περίπτωση πλωτής αναπαράστασης για να χειριστεί με ακρίβεια τις δεκαδικές τιμές.
In this programming language, you can define a float-case to store precise measurements.
Σε αυτή τη γλώσσα προγραμματισμού, μπορείτε να ορίσετε μια περίπτωση πλωτής αναπαράστασης για να αποθηκεύσετε ακριβείς μετρήσεις.
Το float-case δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες τεχνικές φράσεις που σχετίζονται με τη χρήση float τύπων:
The function needs a float-case variable for proper calculations.
Η συνάρτηση χρειάζεται μια μεταβλητή τύπου πλωτής αναπαράστασης για σωστούς υπολογισμούς.
When implementing the algorithm, a float-case can prevent rounding errors.
Κατά την υλοποίηση του αλγορίθμου, μια περίπτωση πλωτής αναπαράστασης μπορεί να αποτρέψει τα σφάλματα στρογγυλοποίησης.
Using a float-case allows for better precision in scientific calculations.
Η χρήση μιας περίπτωσης πλωτής αναπαράστασης επιτρέπει καλύτερη ακρίβεια σε επιστημονικούς υπολογισμούς.
Ο όρος "float" προέρχεται από την αγγλική λέξη που σημαίνει "επέµβω" ή "ανεβαίνω", χρησιμοποιούμενος και στον προγραμματισμό για να αναφέρεται σε αριθμούς κινητής υποδιαστολής, ενώ το "case" προέρχεται από την λατινική λέξη "casus", που σημαίνει "περίπτωση" ή "κατάσταση".