Floatage είναι ένα ουσιαστικό.
Floatage /ˈfloʊtɪdʒ/
Η λέξη "floatage" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κατάσταση που σχετίζεται με την επιπλεύση ή την πλεύση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί κυρίως σε τεχνικά ή μεταφορικά συμφραζόμενα.
Η λέξη "floatage" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, και συναντάται κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα. Στην πραγματικότητα, η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτά συμφραζόμενα παρά σε προφορικά.
Η επιπλέονση των συντριμμιών έκανε δύσκολη την πλοήγηση στα νερά.
She studied the floatage of different materials in the lab.
Μελέτησε την επιπλέουσα ικανότητα διαφορετικών υλικών στο εργαστήριο.
The floatage issue was addressed in the engineering report.
Η λέξη "floatage" δεν έχει ευρέως αναγνωρίσιμες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί η σύνδεσή της με άλλες σχετικές και τεχνικές εκφράσεις.
Η λέξη "floatage" προέρχεται από τον αγγλικό όρο "float", που σημαίνει να επιπλέει, με την προσθήκη της κατάληξης "-age", που χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει μια κατάσταση ή δράση.
Συνώνυμα: - Buoyancy (επιπλευση) - Drifting (επικίνδυνη κατάσταση)
Αντώνυμα: - Sinking (βύθιση) - Submergence (κατάδυση)