floccular είναι επίθετο.
/ˈflɒkjʊlər/
Η λέξη "floccular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με ή μοιάζει με μικρές ομάδες ή νήματα, όπως αυτά που βρίσκονται σε φλοιούς ή αποθέσεις που μοιάζουν με βλέννα που σχηματίζονται από απόβλητα ή μικροοργανισμούς. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε επιστημονικά κείμενα και περιγραφές, φιλοξενώντας ένα περιορισμένο κοινό. Η χρήση της είναι κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
Η λίμνη ήταν καλυμμένη με φλοκκώδεις μάζες οργανικού υλικού.
Researchers studied the floccular growth patterns in the laboratory.
Οι ερευνητές μελέτησαν τα φλοκκώδη πρότυπα ανάπτυξης στο εργαστήριο.
The floccular structure of the sediment provided clues about the environmental conditions.
Η λέξη "floccular" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν έννοιες που συνδέονται με τη μορφή ή την περιγραφή φλοκκωδών σχηματισμών σε διάφορα προϊόντα ή φυσικά φαινόμενα.
Η φλοκκώδης φύση του παγωτού του έδωσε μια μοναδική υφή.
The scientist noted the floccular characteristics of the algae sample.
Ο επιστήμονας παρατήρησε τα φλοκκώδη χαρακτηριστικά του δείγματος φυκών.
Observing the floccular clouds in the aquarium can indicate water quality.
Η λέξη "floccular" προέρχεται από τη λατινική λέξη "floccus" που σημαίνει "τούφα" ή "χνούδι".
Η λέξη "floccular" περιγράφει ακριβώς τη μορφή και την υφή, και συνδέεται συνήθως με επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.