Φράση
/ˈflɔːr ˈliːdər/
Η φράση "floor leader" αναφέρεται σε ένα αξίωμα σε κοινοβουλευτικά ή πολιτικά περιβάλλοντα, όπου ένα πρόσωπο είναι υπεύθυνο για τη διεύθυνση και την οργάνωση των συζητήσεων και των δράσεων σε μια συνεδρίαση ή εκ των γηπέδων. Ο leader αυτός συνήθως εκπροσωπεί ένα πολιτικό κόμμα και εργάζεται για να προωθήσει τη νομοθεσία ή τις πολιτικές προτάσεις τους.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πολιτικό λόγο και σε συζητήσεις σχετικά με την πολιτική διαδικασία. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε πολιτικό και κοινοβουλευτικό περιβάλλον.
Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές αναφορές και πολιτικές αναλύσεις παρά στον προφορικό λόγο.
Ο αρχηγός του εδάφους πρότεινε έναν νέο νόμο για τη βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών.
During the debate, the floor leader skillfully managed the discussion.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο αρχηγός του εδάφους διαχειρίστηκε επιδέξια τη συζήτηση.
The floor leader played a crucial role in negotiating bipartisan support.
Η φράση "floor leader" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στον πολιτικό λόγο, κυρίως αναφερόμενη σε υπευθυνότητες και ρόλους.
Ο αρχηγός του εδάφους έθεσε το ύφος για παραγωγικές συζητήσεις.
As the floor leader, he had to rally support from his colleagues.
Ως αρχηγός του εδάφους, έπρεπε να συγκεντρώσει υποστήριξη από τους συναδέλφους του.
The floor leader's strategic decisions impacted the outcome of the vote.
Οι στρατηγικές αποφάσεις του αρχηγού του εδάφους επηρέασαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
It was the floor leader's responsibility to communicate with party members.
Ήταν ευθύνη του αρχηγού του εδάφους να επικοινωνεί με τα μέλη του κόμματος.
The floor leader had to navigate complex legislative challenges.
Ο αρχηγός του εδάφους έπρεπε να πλοηγηθεί σε περίπλοκες νομοθετικές προκλήσεις.
Many depended on the floor leader's guidance during the crisis.
Πολλοί εξαρτώνταν από την καθοδήγηση του αρχηγού του εδάφους κατά τη διάρκεια της κρίσης.
The floor leader's charisma helped gather more votes.
Η φράση "floor leader" προέρχεται από τη λέξη "floor", που αναφέρεται στον χώρο ή την αίθουσα όπου διεξάγεται η συνεδρίαση (προέρχεται από τη γερμανική λέξη "flur") και τη λέξη "leader", που σημαίνει ηγέτης ή καθοδηγητής (προέρχεται από το αγγλικό "lead").
Συνώνυμα: - floor manager - majority leader - party leader
Αντώνυμα: - floor follower - opposition leader