Η λέξη "floosy" είναι επίθετο.
/fˈluːzi/
Η λέξη "floosy" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο, συνήθως γυναίκα, που είναι ατημέλητο ή έχει έναν χαλαρό και ίσως αισθητικά αμφίβολο τρόπο εμφάνισης. Άτομα που χαρακτηρίζονται ως "floosy" συνήθως δεν δίνουν προσοχή στη δική τους εμφάνιση ή στην εικόνα τους στους γύρω τους.
Είναι μια σχετικά σπάνια λέξη και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο. Η χρήση της είναι περισσότερο χαρακτηριστική σε περιγραφές και κριτικές κάποιων στυλ ή προσωπικοτήτων, παρά στην καθημερινή συνομιλία.
Η λέξη "floosy" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή προσωπικοτήτων ή στυλ που συνήθως θεωρούνται أقل κομψά ή προσεγμένα.
Έχει μια ατημέλητη προσέγγιση προς τη μόδα, συνδυάζοντας συχνά σχέδια που τσακώνονται.
The floosy decorations at the party made it look chaotic rather than fun.
Οι ατημέλητες διακοσμήσεις στο πάρτι το έκαναν να φαίνεται χαοτικό παρά διασκεδαστικό.
He showed up in a floosy outfit that didn’t match the formal event.
Ήρθε με μια ατημέλητη ενδυμασία που δεν ταίριαζε στο επίσημο γεγονός.
Her floosy hairstyle matched her carefree personality.
Η λέξη "floosy" προέρχεται από το λαϊκό αγγλικό "floozy", που χρησιμοποιείτο από τον 19ο αιώνα, και μπορεί να συνδέεται με την ιδέα της “χαλαρής” ή “ατημέλητης” συμπεριφοράς.