Φράση: "fluorescent lamp"
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /fləˈrɛsənt læmp/
Φθορίζων λαμπτήρας είναι μια πηγή φωτός που παράγει φως μέσω της διαδικασίας φθορισμού. Αυτοί οι λαμπτήρες είναι πιο αποδοτικοί από τις παραδοσιακές λάμπες πυρακτώσεως και χρησιμοποιούνται ευρέως σε οικιακούς και επαγγελματικούς χώρους.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά:
Οι φθορίζοντες λαμπτήρες χρησιμοποιούνται συχνά σε γραφεία, σχολεία και καταστήματα λόγω της υψηλής απόδοσης και της μεγάλης διάρκειας ζωής τους.
Συχνότητα χρήσης:
Είναι πιο κοινό να συναντάται σε γραπτά κείμενα ή τεχνικές περιγραφές, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
"The fluorescent lamp in the office provides bright lighting."
Μετάφραση: "Ο φθορίζων λαμπτήρας στο γραφείο παρέχει φωτεινό φωτισμό."
"I need to replace the fluorescent lamp in my kitchen."
Μετάφραση: "Πρέπει να αντικαταστήσω τον φθορίζοντα λαμπτήρα στην κουζίνα μου."
"Fluorescent lamps are more energy-efficient than incandescent bulbs."
Μετάφραση: "Οι φθορίζοντες λαμπτήρες είναι πιο ενεργειακά αποδοτικοί από τις λάμπες πυρακτώσεως."
Η φράση "fluorescent lamp" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοια μπορεί να συνδεθεί με φράσεις που σχετίζονται με τη φωτεινότητα ή την απόδοση.
"Her ideas shine brighter than a fluorescent lamp."
Μετάφραση: "Οι ιδέες της λάμπουν πιο φωτεινά από έναν φθορίζοντα λαμπτήρα."
"In the fluorescent lamp of society, some voices get drowned out."
Μετάφραση: "Στον φθορίζοντα λαμπτήρα της κοινωνίας, κάποιες φωνές πνίγονται."
"He was as bright as a fluorescent lamp in the dark."
Μετάφραση: "Ήταν τόσο φωτεινός όσο ένας φθορίζων λαμπτήρας στο σκοτάδι."
Η λέξη "fluorescent" προέρχεται από το λατινικό "fluor", που σημαίνει "ροή" ή "ρέον". Η λέξη "lamp" προέρχεται από την ελληνική λέξη "λάμπω", που σημαίνει "φωτίζω".
Συνώνυμα:
- fluorescent light
- energy-saving lamp
Αντώνυμα:
- incandescent lamp
- traditional light bulb