Η φράση "follow on" χρησιμοποιείται κυρίως ως ρήμα phrasal verb.
/fɒloʊ ɒn/
Η φράση "follow on" σημαίνει να παρακολουθείς ή να συνεχίζεις κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει. Μπορεί να αναφέρεται σε συζητήσεις, γεγονότα ή διαδικασίες. Χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, ωστόσο εμφανίζεται συχνότερα σε επίσημα ή επιχειρηματικά συμφραζόμενα.
"Θα ήθελα να συνεχίσω από τη τελευταία μας συζήτηση σχετικά με τις προτάσεις προϋπολογισμού."
"Can you follow on with the next steps in the project?"
Η φράση "follow on" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Ας συνεχίσουμε από αυτά που μιλήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα."
"He will follow on with additional comments after the presentation."
"Αυτός θα συνεχίσει με επιπλέον σχόλια μετά την παρουσίαση."
"You need to follow on closely to understand the full context."
"Πρέπει να παρακολουθήσεις στενά για να κατανοήσεις πλήρως το πλαίσιο."
"They wanted to follow on from the success of their last campaign."
Ο όρος "follow on" προέρχεται από τη λέξη "follow" που έχει τις ρίζες της στη μεσαιωνική αγγλική γλώσσα και σημαίνει "να πηγαίνεις πίσω" ή "να ακολουθείς". Η λέξη "on" προστίθεται για να υποδείξει συνέχιση ή πρόοδο.
Συνώνυμα: - continue - proceed - advance
Αντώνυμα: - stop - halt - end