Food είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/fuːd/
Η λέξη food αναφέρεται σε οποιοδήποτε υλικό είναι κατάλληλο για κατανάλωση από τους ανθρώπους ή άλλα ζώα, συνήθως βρώσιμα και θρεπτικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές καταστάσεις, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς είναι μια από τις πιο κοινές λέξεις στη γλώσσα, ιδίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με την κατανάλωση και την κουλτούρα.
Food is essential for survival.
Το φαγητό είναι απαραίτητο για την επιβίωση.
She loves trying different types of food.
Αγαπά να δοκιμάζει διάφορους τύπους φαγητού.
We need to buy some food for the picnic.
Πρέπει να αγοράσουμε λίγο φαγητό για την εκδρομή.
Η λέξη food χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Food for thought
Αυτή η ταινία είναι πραγματικά food for thought.
Αυτή η ταινία είναι πραγματικά φαγητό για σκέψη.
Comfort food
After a long day, I like to eat some comfort food.
Μετά από μια κουραστική μέρα, μου αρέσει να τρώω λίγο φαγητό παρηγοριάς.
Fast food
Fast food is convenient, but not always healthy.
Το γρήγορο φαγητό είναι βολικό, αλλά δεν είναι πάντα υγιεινό.
Soul food
On Sundays, we often enjoy soul food with the family.
Τα κυριακάτικα, συχνά απολαμβάνουμε φαγητό της ψυχής με την οικογένεια.
Food chain
The food chain is a crucial concept in ecology.
Η τροφική αλυσίδα είναι μια κρίσιμη έννοια στην οικολογία.
Food for thought
Her comments provided plenty of food for thought.
Τα σχόλιά της προσέφεραν άφθονο φαγητό για σκέψη.
Η λέξη food προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη fōda, που σημαίνει "τροφή" ή "συσσίτιο". Αυτή η λέξη είναι πιθανότατα σχεδόν ομόρριζη με τη Γερμανική λέξη fut, η οποία σημαίνει επίσης "τροφή".
Αυτή η δομή παρέχει ολοκληρωμένες πληροφορίες για τη λέξη "food", με παραδείγματα και αναφορές σε διάφορες χρήσεις της.