名词 (Noun)
[ˈfuːləri]
Η λέξη "foolery" αναφέρεται σε ενέργειες ή συμπεριφορές που είναι ηλίθιες ή ανόητες. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει πράξεις που προκαλούν γέλιο ή περιφρόνηση, οι οποίες μπορεί να είναι κωμικές ή γελοίες από τη φύση τους. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "foolery" είναι σχετικά χαμηλή, και χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό, κυρίως σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα.
Η ανοησία του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης εκνεύρισε όλους.
The clown's foolery brought joy to the children.
Η γελοιοποίηση του κλόουν έφερε χαρά στα παιδιά.
She always has a way of turning serious discussions into foolery.
Η λέξη "foolery" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που περιγράφουν ανόητες ή κωμικές συμπεριφορές.
Ήταν απλώς ανοησία σε δράση.
"Don’t let their foolery distract you from your goals."
Μην αφήσεις την ανοησία τους να σε αποσπάσει από τους στόχους σου.
"His foolery often lightens the mood."
Η γελοιοποίησή του συχνά ελαφραίνει τη διάθεση.
"Their foolery is sometimes a breath of fresh air."
Η λέξη "foolery" προέρχεται από το αγγλικό "fool" (ηλίθιος/κουτός) με την προσθήκη του επιθήματος -ery, το οποίο χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ουσιαστικά που περιγράφουν κατάσταση ή συμπεριφορά. Ο συνδυασμός αυτός παραπέμπει σε ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με την ανόητη συμπεριφορά.
Συνώνυμα: - nonsense (παράνοια) - foolishness (ηλιθιότητα) - silliness (χαζομάρα)
Αντώνυμα: - seriousness (σοβαρότητα) - wisdom (σοφία) - intelligence (ευφυΐα)