Foolhardy είναι επίθετο.
/ˈfuːlˌhɑːr.di/
Η λέξη "foolhardy" αναφέρεται σε μια συμπεριφορά ή απόφαση που χαρακτηρίζεται από θάρρος αλλά και ανωριμότητα, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνη ή ανόητη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που παίρνει ρίσκα χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες.
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, και είναι πιο συνηθισμένη σε φόρους λόγου ή λογοτεχνία από ό,τι σε προφορική επικοινωνία.
His foolhardy decision to climb the mountain without proper gear cost him dearly.
(Η ανόητη απόφασή του να αναρριχηθεί στο βουνό χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό του κόστισε ακριβά.)
It was foolhardy of her to drive so fast in the rain.
(Ήταν ανόητο εκ μέρους της να οδηγεί τόσο γρήγορα στη βροχή.)
Many view his foolhardy attempts at adventure as reckless.
(Πολλοί θεωρούν τις ανόητες απόπειρές του για περιπέτεια ως απερισκεψία.)
Η λέξη "foolhardy" δεν αναφέρεται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφίλ ή συνδυασμούς:
A foolhardy gamble can lead to disastrous outcomes.
(Μια ανόητη τζόγος μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα.)
The team took a foolhardy approach to the game, ignoring all safety protocols.
(Η ομάδα πήρε μια ανόητη στάση στο παιχνίδι, αγνοώντας όλα τα πρωτόκολλα ασφαλείας.)
Engaging in foolhardy ventures without due diligence can be quite dangerous.
(Η συμμετοχή σε ανόητες εγχειρήσεις χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη.)
His foolhardy enthusiasm for risky business led to significant losses.
(Η ανόητη ενθουσιώδης του προσέγγιση για επικίνδυνες επιχειρήσεις οδήγησε σε σημαντικές απώλειες.)
Acting in a foolhardy manner often results in regret.
(Η δράση με ανόητο τρόπο συχνά οδηγεί σε μετανιώματα.)
Η λέξη "foolhardy" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "fool" (ανόητος) και "hardy" (γενναίος, ανθεκτικός). Συνδυάζει την έννοια της ανόητης αποφασιστικότητας με αυτή της τολμηρότητας.
Συνώνυμα: - reckless (απρόσεκτος) - rash (βιαστικός)
Αντώνυμα: - prudent (συνετός) - cautious (προσεκτικός)