for a spell - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

for a spell (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η έκφραση "for a spell" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως επίρρημα.

Φωνητική μεταγραφή

/fɔːr ə spɛl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "for a spell" σημαίνει "για λίγος χρόνος" ή "για κάποιο διάστημα". Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει ότι κάτι συμβαίνει ή είναι σε ισχύ για μια καθορισμένη περίοδο, συνήθως σύντομη. Η φράση έχει μια πιο συχνή χρήση στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτές μορφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. I stayed at my friend's house for a spell.
  2. Έμεινα στο σπίτι του φίλου μου για λίγο.

  3. She decided to travel abroad for a spell.

  4. Αποφάσισε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λίγο.

  5. He worked in the city for a spell before moving back home.

  6. Δούλεψε στην πόλη για λίγο πριν επιστρέψει σπίτι του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "for a spell" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε περιοδικά ή προσκαιριαία γεγονότα. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:

  1. I'll be here for a spell before I head out.
  2. Θα είμαι εδώ για λίγο πριν φύγω.

  3. We can chat for a spell if you have time.

  4. Μπορούμε να μιλήσουμε για λίγο αν έχεις χρόνο.

  5. He'll be staying with us for a spell until he finds a new place.

  6. Θα μείνει μαζί μας για λίγο μέχρι να βρει ένα νέο μέρος.

  7. After the concert, we went out for a spell to grab some food.

  8. Μετά την συναυλία, βγήκαμε για λίγο για να πάρουμε λίγα φαγητά.

  9. They enjoyed their vacation for a spell before returning to work.

  10. Απόλαυσαν τις διακοπές τους για λίγο πριν επιστρέψουν στη δουλειά.

Ετυμολογία

Η φράση "for a spell" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "spell", που σημαίνει «διάστημα» ή «χρονικό διάστημα». Η χρήση της έχει σχέση με την προφορική παράδοση και τα λαϊκά παραμύθια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - for a while - for a time

Αντώνυμα: - indefinitely (αόριστα) - permanently (μόνιμα)



25-07-2024