Η φράση "forage plant" αποτελείται από δύο λέξεις: - "forage" (ρήμα / ουσιαστικό) - "plant" (ουσιαστικό)
[ˈfɔːrɪdʒ plænt]
Η φράση "forage plant" αναφέρεται σε φυτά ή βλάστηση που μπορεί να καταναλωθεί από ζώα ή ανθρώπους, συνήθως σε φυσικές συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της γεωργίας, της οικολογίας και των τροφίμων.
Η χρήση της φράσης "forage plant" είναι περισσότερο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αν και οι παρόμοιες έννοιες δύνανται να ακούγονται σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με τη γεωργία ή τη φυσική τροφή.
Ο αγρότης αποφάσισε να φυτέψει περισσότερα φυτά βοσκών για να ταΐσει τα ζώα του.
Many herbs are considered forage plants that can be gathered in the wild.
Πολλά βότανα θεωρούνται φυτά βοσών που μπορούν να μαζευτούν στη φύση.
In sustainable agriculture, forage plants play a vital role in soil health.
Αν και η φράση "forage plant" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδεθεί με έννοιες που αφορούν την προμήθεια τροφής ή τη φυσική κτηνοτροφία:
Για να βρεις τροφή στο δάσος, πρέπει να ξέρεις ποια φυτά είναι ασφαλή να φας.
Farmers forage for plant materials to improve the nutrition of their animals.
Οι αγρότες συλλέγουν φυτικά υλικά για να βελτιώσουν τη διατροφή των ζώων τους.
Using local forage plants can reduce the need for imported feed.
Η λέξη "forage" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "forage," που σημαίνει «προμήθεια» ή «αναζήτηση για φαγητό». Η λέξη "plant" προέρχεται από τη λατινική "planta," που σημαίνει «φυτό» ή «ρίζα».
Συνώνυμα: - Pasture plant (φυτό βοσκής) - Grazing plant (φυτό βόσκησης)
Αντώνυμα: - Non-edible plant (μη βρώσιμο φυτό) - Poisonous plant (δηλητηριώδες φυτό)