Ρήμα
/ fərˈbɪd /
Η λέξη forbid σημαίνει να απαγορεύεις κάτι ή να μην επιτρέπεις σε κάποιον να κάνει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει ότι κάτι δεν επιτρέπεται είτε από κανόνες είτε από προσωπικές αποφάσεις. Η χρήση της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Απαγορεύω να βγεις έξω απόψε.
They were forbidden from using their phones during the exam.
Απαγορευόταν να χρησιμοποιούν τα τηλέφωνά τους κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
The school forbids smoking on its premises.
Η λέξη forbid δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις ή φράσεις που την περιλαμβάνουν:
Απαγόρευσε μου, αλλά... (μετά από αυτή τη φράση, συχνά ακολουθεί μια δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με την απαγόρευση).
"As long as you're not forbidden..."
Όσο δεν σου απαγορεύεται... (χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι αποδεκτό εφόσον δεν υπάρχει απαγόρευση).
"Forbid it to happen"
Η λέξη forbid προέρχεται από το παλαιό Αγγλικό forbidan, που προέρχεται από το γερμανικό verbienden και αποτελείται από το πρόθετο "for-" (κατά) και "bid" (προσδιορίζω, διατάσσω).
Συνώνυμα: - prohibit (απαγορεύω) - ban (απαγορεύω, κλείνω) - disallow (μη επιτρέπω)
Αντώνυμα: - allow (επιτρέπω) - permit (επιτρέπω) - enable (καθιστώ δυνατό)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη λέξη "forbid" και πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα.