Η φράση "forbidden minor" περιλαμβάνει δυο λέξεις: - "forbidden" (επίθετο) - "minor" (ουσιαστικό).
Η φράση "forbidden minor" αναφέρεται σε ένα ανήλικο άτομο (ή σε κάτι που σχετίζεται με ανηλίκους) που είναι απαγορευμένο ή δεν επιτρέπεται. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
Η φράση μπορεί να απαντάται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικά κείμενα ή άρθρα σχετικά με δικαιώματα και περιορισμούς ανηλίκων. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται και σε συζητήσεις ή αναφορές που αφορούν οικογενειακά ή κοινωνικά θέματα.
The forbidden minor was seen playing near the bar.
(Ο απαγορευμένος ανήλικος παρατηρήθηκε να παίζει κοντά στο μπαρ.)
Social services often intervene in cases involving a forbidden minor.
(Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας συχνά παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις που αφορούν έναν απαγορευμένο ανήλικο.)
Parents are usually concerned about the implications of having a forbidden minor in their home.
(Οι γονείς ανησυχούν συνήθως για τις συνέπειες που έχει η ύπαρξη ενός απαγορευμένου ανηλίκου στο σπίτι τους.)
Η φράση "forbidden minor" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ο όρος "forbidden" έχει πολλές εφαρμογές σε ιδιωματικές φράσεις.
Example: He always wanted the forbidden fruit, even though he knew it was wrong.
(Πάντα ήθελε τον απαγορευμένο καρπό, αν και ήξερε ότι ήταν λάθος.)
Forbidden love: This refers to a romantic relationship that is not allowed due to various reasons.
Example: Their forbidden love faced many obstacles from their families.
(Η απαγορευμένη αγάπη τους αντιμετώπισε πολλά εμπόδια από τις οικογένειές τους.)
A forbidden path: Refers to a route or choice that is discouraged or prohibited.
Αντώνυμα του "forbidden": allowed, permitted, accepted.
Συνώνυμα του "minor": underage, juvenile, small.