forbidden minor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

forbidden minor (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "forbidden minor" περιλαμβάνει δυο λέξεις: - "forbidden" (επίθετο) - "minor" (ουσιαστικό).

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "forbidden minor" αναφέρεται σε ένα ανήλικο άτομο (ή σε κάτι που σχετίζεται με ανηλίκους) που είναι απαγορευμένο ή δεν επιτρέπεται. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.

Χρήση και Συχνότητα

Η φράση μπορεί να απαντάται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικά κείμενα ή άρθρα σχετικά με δικαιώματα και περιορισμούς ανηλίκων. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται και σε συζητήσεις ή αναφορές που αφορούν οικογενειακά ή κοινωνικά θέματα.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. The forbidden minor was seen playing near the bar.
    (Ο απαγορευμένος ανήλικος παρατηρήθηκε να παίζει κοντά στο μπαρ.)

  2. Social services often intervene in cases involving a forbidden minor.
    (Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας συχνά παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις που αφορούν έναν απαγορευμένο ανήλικο.)

  3. Parents are usually concerned about the implications of having a forbidden minor in their home.
    (Οι γονείς ανησυχούν συνήθως για τις συνέπειες που έχει η ύπαρξη ενός απαγορευμένου ανηλίκου στο σπίτι τους.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "forbidden minor" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ο όρος "forbidden" έχει πολλές εφαρμογές σε ιδιωματικές φράσεις.

Ιδιωματικές Φράσεις με "forbidden"

  1. Forbidden fruit: This refers to something that is tempting but prohibited.
  2. Example: He always wanted the forbidden fruit, even though he knew it was wrong.
    (Πάντα ήθελε τον απαγορευμένο καρπό, αν και ήξερε ότι ήταν λάθος.)

  3. Forbidden love: This refers to a romantic relationship that is not allowed due to various reasons.

  4. Example: Their forbidden love faced many obstacles from their families.
    (Η απαγορευμένη αγάπη τους αντιμετώπισε πολλά εμπόδια από τις οικογένειές τους.)

  5. A forbidden path: Refers to a route or choice that is discouraged or prohibited.

  6. Example: Choosing the forbidden path often leads to trouble.
    (Η επιλογή του απαγορευμένου μονοπατιού συχνά οδηγεί σε μπελάδες.)

Ετυμολογία

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024