Forbideness είναι ουσιαστικό.
/fərˈbɪdənəs/
Η λέξη forbiddenness αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάτι απαγορευμένο ή μη επιτρεπτό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε φιλοσοφικά ή νομικά συμφραζόμενα και περιγράφει μία κατάσταση ή έναν κανόνα που περιορίζει την ελευθερία δράσης ή πρόσβασης σε κάτι.
Η λέξη χρησιμοποιείται σπάνια, με πιο συχνό τρόπο σε γραπτή μορφή και σε αυστηρές ή επίσημες συζητήσεις. Δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στον προφορικό λόγο.
Η απαγόρευση ορισμένων συμπεριφορών συχνά καθορίζεται από τους κοινωνικούς κανόνες.
Many people find the forbiddenness of some places intriguing.
Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν την απαγόρευση ορισμένων τόπων ενδιαφέρουσα.
The concept of forbiddenness can create a sense of allure.
Η λέξη forbiddenness δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την ιδέα της απαγόρευσης: 1. "Breaking the rules of forbiddenness can lead to serious consequences." - "Η παράβαση των κανόνων της απαγόρευσης μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες."
"Στη λογοτεχνία, η έλξη της απαγόρευσης συχνά κινεί την πλοκή."
"The forbiddenness surrounding certain topics can stifle open dialogue."
Η λέξη forbiddenness προέρχεται από το ρήμα "forbid", το οποίο έχει αγγλοσαξωνικές ρίζες (από το "forbeodan" που σημαίνει "απαγορεύω"). Η κατάληξη "-ness" χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που εκφράζουν κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - Prohibition - Restriction - Interdiction
Αντώνυμα: - Permissiveness - Allowance - Freedom