Συνδυασμός λέξεων: "forced occlusion" είναι φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/ˈfɔrst ɪˈkluːʒən/
Η φράση "forced occlusion" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία η ροή κάποιου αερίου ή υγρού εμποδίζεται με τη χρήση εξωτερικής δύναμης ή μεθόδου. Στον ιατρικό τομέα, συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις όπου οι αεραγωγοί ή τα αιμοφόρα αγγεία ενδέχεται να σκαστούν ή να μπλοκάρουν λόγω εξωτερικών παραγόντων. Σε φυσικoύς όρους, σχετίζεται με την απόφραξη της ροής σε έναν αγωγό ή σωλήνα.
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα, τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές συζητήσεις.
"Ο οδοντίατρος παρατήρησε μια αναγκαστική απόφραξη που επηρεάζει την δαγκωνιά του ασθενούς."
"In engineering, forced occlusion can lead to pressure buildup in pipelines."
"Στην μηχανική, η εξαναγκασμένη απόφραξη μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση πίεσης στους αγωγούς."
"Recognizing signs of forced occlusion in a breathing patient is crucial."
Η φράση "forced occlusion" δεν εμφανίζεται συχνά σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετιστεί με διάφορους επιστημονικούς και τεχνικούς τομείς. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της σε πλαίσια:
"Κατά τη διάρκεια της έρευνας, συναντήσαμε ένα σενάριο αναγκαστικής απόφραξης που εμπόδισε τα αποτελέσματα."
"The technician had to address the forced occlusion in the system to restore functionality."
"Ο τεχνικός έπρεπε να αντιμετωπίσει την αναγκαστική απόφραξη στο σύστημα για να αποκαταστήσει τη λειτουργικότητα."
"Understanding forced occlusion is key for improving ventilation in confined spaces."
"Η κατανόηση της εξαναγκασμένης απόφραξης είναι κλειδί για την βελτίωση του αερισμού σε κλειστούς χώρους."
"In some cases, forced occlusion may cause serious complications in medical procedures."
Ο όρος "occlusion" προέρχεται από τα λατινικά "occludere," που σημαίνει "να κλείσω" ή "να εμποδίσω." Ο όρος "forced" είναι αγγλική λέξη που περιγράφει κάτι που γίνεται μέσω εξαναγκασμού ή πίεσης.
Συνώνυμα: - Blockage - Obstruction - Closure
Αντώνυμα: - Patency - Clarity - Openness