Ο συνδυασμός λέξεων "forcible abduction" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fɔːrsəbl əbˈdʌkʃən/
Ο όρος "forcible abduction" αναφέρεται στην απαγωγή κάποιου ατόμου με τη χρήση βίας ή απειλής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή εγκληματολογικά συμφραζόμενα και δηλώνει μια πράξη που παραβιάζει την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Η συχνότητα χρήσης του είναι περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικές ή αστυνομικές γραφές, παρά στον προφορικό λόγο.
The news reported a case of forcible abduction in the city center last night.
(Οι ειδήσεις ανέφεραν μια περίπτωση βίαιης απαγωγής στο κέντρο της πόλης χτες το βράδυ.)
Authorities are cracking down on forcible abduction cases to ensure public safety.
(Οι αρχές καταπολεμούν τις περιπτώσεις βίαιης απαγωγής για να διασφαλίσουν την δημόσια ασφάλεια.)
The victim managed to escape from her forcible abduction after several hours.
(Το θύμα κατάφερε να δραπετεύσει από την βίαιη απαγωγή της μετά από αρκετές ώρες.)
Ο όρος "abduction" είναι συχνός σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και σύνθετες φράσεις που σχετίζονται με εγκληματικές ενέργειες. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
"The threat of abduction is higher in some urban areas."
(Η απειλή της απαγωγής είναι υψηλότερη σε κάποιες αστικές περιοχές.)
"He reported a near abduction incident to the police."
(Αναφέρθηκε ένα περιστατικό σχεδόν απαγωγής στην αστυνομία.)
"Many films depict stories about abduction and rescue."
(Πολλές ταινίες απεικονίζουν ιστορίες για απαγωγές και διάσωση.)
"She trained in self-defense to protect herself from potential abduction."
(Εκπαιδεύτηκε στην αυτοάμυνα για να προστατέψει τον εαυτό της από πιθανή απαγωγή.)
"The media often sensationalizes abduction cases for ratings."
(Τα μέσα ενημέρωσης συχνά εξωραϊζουν τις περιπτώσεις απαγωγής για να κερδίσουν θεαματικότητα.)
"Child abduction is a serious concern for parents."
(Η απαγωγή παιδιών είναι σοβαρή ανησυχία για τους γονείς.)
Η λέξη "forcible" προέρχεται από το λατινικό "forcibilis" που σημαίνει "με βία" και η λέξη "abduction" προέρχεται από το λατινικό "abductio", το οποίο σημαίνει "απαγωγή".
Συνώνυμα: - Kidnapping (απαγωγή) - Snatching (αρπαγή)
Αντώνυμα: - Release (απελευθέρωση) - Freedom (ελευθερία)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή κατανόηση του όρου "forcible abduction" και του πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά και στα ελληνικά.