Στη γλώσσα των Αγγλικών, ο όρος "forcing function" αποτελεί ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/ˈfɔːrsɪŋ ˈfʌŋkʃən/
Ο όρος "forcing function" αναφέρεται σε μια κατάσταση, παράγοντα ή διαδικασία που αναγκάζει ένα σύστημα ή μια ομάδα να ενεργήσει ή να λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που αφορούν τη διαχείριση έργων, την επιχειρηματικότητα και τη μηχανική. Η χρήση του μπορεί να είναι είτε προφορική είτε γραπτή, αν και συχνά απαντάται σε γραπτά κείμενα και επαγγελματικές συζητήσεις.
"The deadline served as a forcing function to speed up the project."
"Η προθεσμία λειτούργησε ως λειτουργία επιβολής για να επιταχύνει το έργο."
"Implementing stricter regulations can act as a forcing function for compliance."
"Η εφαρμογή αυστηρότερων κανονισμών μπορεί να λειτουργήσει ως λειτουργία αναγκασμού για τη συμμόρφωση."
"The market changes provided a forcing function for a strategic pivot."
"Οι αλλαγές στην αγορά παρείχαν μια λειτουργία επιβολής για μια στρατηγική στροφή."
Ο όρος "forcing function" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και καταστάσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"The new regulations created a forcing function that transformed our approach to safety."
"Οι νέες ρυθμίσεις δημιούργησαν μια λειτουργία επιβολής που μεταμόρφωσε την προσέγγισή μας στην ασφάλεια."
"His unexpected resignation was a forcing function for the team to reorganize."
"Η ξαφνική παραίτησή του ήταν μια λειτουργία επιβολής για την ομάδα να αναδιοργανωθεί."
"Market demands often act as a forcing function for technological innovation."
"Οι απαιτήσεις της αγοράς συχνά δρουν ως λειτουργία επιβολής για την τεχνολογική καινοτομία."
"The looming deadline was a forcing function that made everyone work harder."
"Η επικείμενη προθεσμία ήταν μια λειτουργία επιβολής που έκανε όλους να δουλέψουν πιο σκληρά."
"Changes in consumer behavior serve as a forcing function for new product development."
"Οι αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών λειτουργούν ως λειτουργία επιβολής για την ανάπτυξη νέων προϊόντων."
"The urgency of the situation became a forcing function for collaboration among the departments."
"Η επείγουσα κατάσταση έγινε μια λειτουργία επιβολής για συνεργασία μεταξύ των τμημάτων."
"In times of crisis, a forcing function can lead to rapid decision-making."
"Σε περιόδους κρίσης, μια λειτουργία επιβολής μπορεί να οδηγήσει σε ταχεία λήψη αποφάσεων."
Ο όρος "forcing function" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "forcing" προέρχεται από το ρήμα "force" που σημαίνει «αναγκάζω» και "function" σημαίνει «λειτουργία». Ως σύνθετος όρος, χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επαγγελματικά πλαίσια.
Συνώνυμα: - Catalyst (καταλύτης) - Driver (κινητήριος παράγοντας) - Stimulus (ερέθισμα)
Αντώνυμα: - Inhibition (αναστολή) - Restraint (περιορισμός) - Indifference (αδιαφορία)