"Foreign operation" είναι φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις. Η λέξη "foreign" είναι επίθετο και η λέξη "operation" είναι ουσιαστικό.
/ˈfɔːr.ɪn ˌɒp.əˈreɪ.ʃən/
Η φράση "foreign operation" αναφέρεται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες ή λειτουργίες που διεξάγονται σε μια χώρα διαφορετική από την έδρα της επιχείρησης. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των διεθνών επιχειρήσεων, της οικονομίας και της στρατηγικής. Η συχνότητα της χρήσης της φράσης είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, όπως έγγραφα και αναφορές, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικές συνομιλίες.
Η εταιρεία επενδύει στην ξένη λειτουργία της στην Ασία.
Managing a foreign operation requires a good understanding of local laws.
Η διαχείριση μιας ξένης επιχείρησης απαιτεί καλή κατανόηση των τοπικών νόμων.
The success of a foreign operation depends on various factors, including market conditions.
Η φράση "foreign operation" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις κυρίως στον τομέα της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας:
"Για να διαχειριστεί μια ξένη επιχείρηση αποτελεσματικά, πρέπει να είναι ενήμερος για τις πολιτισμικές διαφορές."
"Challenges in foreign operations can often be mitigated through proper planning."
"Οι προκλήσεις στις ξένες λειτουργίες μπορεί συχνά να μετριαστούν μέσω σωστού σχεδιασμού."
"Our foreign operation faced unexpected hurdles this quarter."
"Η ξένη επιχείρησή μας αντιμετώπισε απρόβλεπτα εμπόδια αυτό το τρίμηνο."
"It is crucial to assess the risks associated with foreign operations before investing."
Συνώνυμα: - Overseas operation - International operation - Global operation
Αντώνυμα: - Domestic operation - Local operation - National operation