Η "foreign-service position" αναφέρεται σε μια θέση εργασίας που βρίσκεται εντός της διπλωματικής ή εξωτερικής υπηρεσίας ενός κράτους, που περιλαμβάνει τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη διπλωματία, τις διεθνείς σχέσεις και την προώθηση των εθνικών συμφερόντων στο εξωτερικό. Οι επαγγελματίες σε αυτές τις θέσεις θα μπορούσαν να εργάζονται σε πρεσβείες ή προξενεία σε άλλες χώρες.
Η φράση "foreign-service position" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με καριέρες στη διπλωματική υπηρεσία και τις διεθνείς υποθέσεις. Εντούτοις, είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα, όπως ανακοινώσεις, περιγραφές εργασίας και πηγές που σχετίζονται με την πολιτική.
She applied for a foreign-service position in the U.S. embassy in Paris.
(Αυτή υπέβαλε αίτηση για μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας στην πρεσβεία των Η.Π.Α. στο Παρίσι.)
After years of training, he finally secured a foreign-service position in India.
(Μετά από χρόνια εκπαίδευσης, τελικά εξασφάλισε μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας στην Ινδία.)
A foreign-service position requires not only excellent language skills but also cultural sensitivity.
(Μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας απαιτεί όχι μόνο άριστες γλωσσικές δεξιότητες αλλά και πολιτισμική ευαισθησία.)
"She is looking to climb the ladder in the foreign service."
(Αυτή ψάχνει να ανεβεί στην ιεραρχία στη διπλωματική υπηρεσία.)
"Working abroad in a foreign-service position is a chance of a lifetime."
(Δουλεύοντας στο εξωτερικό σε μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας είναι μια ευκαιρία ζωής.)
"He took a leap of faith when he chose a foreign-service position over a corporate job."
(Έκανε ένα άλμα πίστης όταν διάλεξε μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας αντί για μια εταιρική δουλειά.)
"She often speaks about the challenges of maintaining work-life balance in a foreign-service position."
(Αυτή συχνά μιλά για τις προκλήσεις της διατήρησης της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής σε μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας.)
"Networking is crucial for those seeking a foreign-service position."
(Η δικτύωση είναι κρίσιμη για όσους επιδιώκουν μια θέση εξωτερικής υπηρεσίας.)
Η φράση "foreign service" προέρχεται από τη σύνθεση του όρου "foreign" που σημαίνει "ξένος" και του "service" που αναφέρεται σε υπηρεσία ή εργασία προς το δημόσιο ή την κυβέρνηση. Η έννοια εξελίχθηκε με την ανάπτυξη των κρατικών διπλωματικών φορέων.
Αυτή η περιγραφή παρέχει μια συνολική εικόνα της φράσης "foreign-service position" με έμφαση στη σημασία, τη χρήση και τη σχετική γλώσσα.