Επίθετο (adjective) και ουσιαστικό (noun).
/ˈfɔː.rən.sɪk/
Η λέξη "forensic" αναφέρεται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη νομική επιστήμη ή την ποινική έρευνα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει διαδικασίες ή έρευνες που έχουν εφαρμογή στη δικαστική διαδικασία, συχνά σε περιπτώσεις εγκλημάτων.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο νόμιμη σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Forensic evidence played a crucial role in solving the case.
Δικαστική τεκμηρίωση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη λύση της υπόθεσης.
The forensic expert was called to testify in court.
Ο ιατρικοδικαστικός ειδικός κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο.
Forensic investigations can uncover hidden evidence.
Εγκληματολογικές έρευνες μπορούν να αποκαλύψουν κρυφή τεκμηρίωση.
Η λέξη "forensic" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ποινική δικαιοσύνη και τις ερευνητικές διαδικασίες:
Forensic science is vital in crime scene investigations.
Η εγκληματολογία είναι ζωτικής σημασίας στις έρευνες σκηνών εγκλήματος.
Forensic analysis can provide crucial insights into the events.
Η εγκληματολογική ανάλυση μπορεί να προσφέρει καθοριστικές πληροφορίες σχετικά με τα γεγονότα.
Forensic pathology examines the causes of death.
Η εγκληματολογική παθολογία εξετάζει τα αίτια του θανάτου.
Forensic odontology helps identify victims through dental records.
Η εγκληματολογική οδοντολογία βοηθά στην ταυτοποίηση θυμάτων μέσω οδοντιατρικών αρχείων.
Forensic linguistics analyzes language used in threats and communications.
Η εγκληματολογική γλωσσολογία αναλύει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται σε απειλές και επικοινωνίες.
Forensic accounting investigates financial discrepancies.
Η εγκληματολογική λογιστική ερευνά χρηματοοικονομικές ανωμαλίες.
Η λέξη "forensic" προέρχεται από το λατινικό "forensis," που σημαίνει "δημόσιος" ή "σχετικός με τη δημόσια συζήτηση". Αναφερόταν αρχικά σε διαδικασίες που γίνονταν δημόσια ή σε δικαστήριο.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "forensic" και της σημασίας της στη γλώσσα Αγγλικά.