foreseeable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

foreseeable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα / Επίθετο

Φωνητική μετα transcription

/fɔːrˈsiːəbl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "foreseeable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να προβλεφθεί ή να προβλεφθεί λογικά. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα για να αναφερθεί σε γεγονότα ή καταστάσεις που δεν είναι απροσδόκητες και μπορεί να αναμένονται με βάση τη λογική ή την προηγούμενη εμπειρία.

Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, όπως σε νομικά ή επαγγελματικά έγγραφα, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν σχέδια ή προβλέψεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The effects of climate change are foreseeable in the coming decades.
  2. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι προβλέψιμες στα επόμενα χρόνια.

  3. It’s important to consider the foreseeable consequences of our actions.

  4. Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τις προβλέψιμες συνέπειες των ενεργειών μας.

  5. The issue became a foreseeable problem for the company.

  6. Το πρόβλημα έγινε ένα προβλέψιμο θέμα για την εταιρεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "foreseeable" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με φράσεις που αφορούν προβλέψεις για το μέλλον ή σχεδίαση.

  1. In the foreseeable future, we plan to expand our business.
  2. Στο προβλέψιμο μέλλον, σχεδιάζουμε να επεκτείνουμε την επιχείρησή μας.

  3. The potential risks are manageable in the foreseeable context.

  4. Οι πιθανοί κίνδυνοι είναι διαχειρίσιμοι στο προβλέψιμο πλαίσιο.

  5. They made investments for foreseeable returns.

  6. Έκαναν επενδύσεις για προβλέψιμες αποδόσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "foreseeable" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "fore-" που σημαίνει "προ" και του ρήματος "see" που σημαίνει "βλέπω", με το επίθετο suffix "-able" που υποδηλώνει ικανότητα ή καταλληλότητα. Έτσι, υποδηλώνει την ικανότητα να προβλέπεται κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Predictable - Anticipatable - Expectable

Αντώνυμα: - Unforeseeable - Unexpected - Unpredictable



25-07-2024