Forged deeds: Ο όρος αυτός αναφέρεται σε ένα ουσιαστικό φράση.
/fɔrdʒd didz/
Ο όρος "forged deeds" αναφέρεται σε νομικά έγγραφα που έχουν πλαστογραφηθεί ή παραποιηθεί με σκοπό την εξαπάτηση ή την απάτη. Αυτά τα έγγραφα συχνά περιλαμβάνουν συμβόλαια, τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλες απαραίτητες νομικές πράξεις. Η χρήση τέτοιων εγγράφων είναι παράνομη και μπορεί να οδηγήσει σε ποινικές διώξεις.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και δικαστικά πλαίσια, επομένως είναι πιο συνηθισμένος στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Η αστυνομία ερευνά μια υπόθεση πλαστών πράξεων στην αγορά ακινήτων.
He was caught selling forged deeds that claimed ownership of several properties.
Συνελήφθη να πουλά πλαστές πράξεις που διεκδικούσαν την ιδιοκτησία αρκετών ακινήτων.
The lawyer advised her to be cautious of any forged deeds related to her inheritance.
"Αποφάσισε να προχωρήσει με τα σχέδιά της, παρά τις πλαστές πράξεις."
"Forged in fire": Indicates something that has been strengthened through hardship.
"Η σχέση τους έχει θεμελιωθεί σε σκληρές δοκιμασίες, επιβιώνοντας ακόμη και από τα προβλήματα με τις πλαστές πράξεις."
"To forge a path": To create a new direction or approach.
Συνώνυμα: - Πλαστογραφημένα έγγραφα - Ψευδή έγγραφα
Αντώνυμα: - Γνήσια έγγραφα - Αυθεντικά έγγραφα
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων έχει έντονη νομική σημασία και μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για εκείνους που εμπλέκονται στην πλαστογράφηση.