Η φράση "formal impossibility" αποτελείται από δύο ουσιαστικά: "formal" και "impossibility". Και τα δύο λόγια αποτελούν ενότητες που περιγράφουν μια κατάσταση.
Η φράση "formal impossibility" προφέρεται ως /ˈfɔːr.məl ɪm.pɒs.əˈbɪl.ɪ.ti/
Η φράση "formal impossibility" αναφέρεται σε μια κατάσταση που είναι αδύνατη ή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τυπικό ή επίσημο πλαίσιο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου, στα οικονομικά ή σε άλλες επαγγελματικές περιστάσεις για να δηλώσει ότι μια ενέργεια ή κατάσταση δεν μπορεί να συμβεί για λόγους που σχετίζονται με διαδικασίες ή κανονισμούς.
Η φράση "formal impossibility" δεν είναι καθημερινά χρησιμοποιούμενη και προτιμάται σε γραπτά κείμενα, νομικές παρεμβάσεις ή ακαδημαϊκά άρθρα, παρά στον προφορικό λόγο.
Το συμβόλαιο κρίθηκε ότι έχει μια επίσημη αδυναμία, καθιστώντας το ανεκτέλεστο.
Many argued that the formal impossibility of the situation required a reevaluation of the terms.
Η φράση "formal impossibility" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε νομικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
Σε νομικές διαμάχες, μια αξίωση επίσημης αδυναμίας μπορεί να ακυρώσει συμβόλαια.
The board acknowledged the formal impossibility of the proposed changes under current regulations.
Legal impossibility
Αντώνυμα: