Το "formal theory" είναι ονομασία (noun phrase), δηλαδή φράση ουσιαστικού.
/ˈfɔːrməl ˈθɪəri/
Η "formal theory" αναφέρεται σε ένα σύστημα θεωριών ή μαθηματικών που βασίζεται σε τυπικές ή κωδικοποιημένες γλώσσες και γραμματικές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τομείς όπως τα μαθηματικά, η επιστήμη των υπολογιστών, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η χρήση της "formal theory" είναι συχνή σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά κείμενα, και είναι περισσότερο παρούσα σε γραπτό παρά σε προφορικό λόγο, καθώς οι ακαδημαϊκοί όροι συνήθως απαιτούν σαφήνεια και δομή που προσφέρεται καλύτερα μέσω γραπτών συμβολισμών.
Η τυπική θεωρία των υπολογισμών είναι θεμελιώδης για την επιστήμη των υπολογιστών.
In formal theory, every statement must be precise and unambiguous.
Η φράση "formal theory" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε ορισμένες παρόμοιες εκφράσεις:
Η τυπική θεωρία πίσω από το πείραμα ήταν καλά καθιερωμένη.
Understanding formal theory is essential for advanced mathematics.
Η κατανόηση της τυπικής θεωρίας είναι απαραίτητη για προχωρημένα μαθηματικά.
Applying formal theory to real-world scenarios can be challenging.
Η λέξη "formal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "formalis", που σημαίνει "σχηματικός, σχετικός με τη μορφή". Η λέξη "theory" προέρχεται από τη ελληνική λέξη "θεωρία", που σημαίνει "παρατήρηση, θεώρηση".
Αυτές οι υποκατηγορίες εντάσσονται στην εξήγηση της φράσης "formal theory", παρέχοντας μια σαφή εικόνα για την έννοια και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.