Ρήμα (με τη χρήση του ως επίθετου)
/fɔːrˈswɔrn/
Η λέξη "forsworn" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "forswear", που σημαίνει να αρνηθεί κάποιος κάτι με υπεροχή. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με όρκους ή υποσχέσεις, όπου κάποιος δηλώνει ότι δεν εκπληρώνει πια μια προηγούμενη υπόσχεση ή γύρισε την πλάτη του σε κάτι. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτές μορφές ή σε πιο επίσημα πλαίσια, καθώς έχει μια πιο αρχαία και ποιητική χροιά.
He was forsaken by his friends after their betrayal.
(Εγκαταλείφθηκε από τους φίλους του μετά την προδοσία τους.)
The forsorn oath was a heavy burden on the knight's conscience.
(Ο αρνηθείς όρκος ήταν ένα βαρύ βάρος στη συνείδηση του ιππότη.)
Once forsworn, she found it difficult to regain the trust of her family.
(Μία φορά που αρνήθηκε, βρήκε δύσκολο να επανέλθει η εμπιστοσύνη της οικογένειάς της.)
Η λέξη "forsworn" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με έννοιες γύρω από προδοσία ή μη εκπλήρωση υποσχέσεων. Ιδιωτικά ή σε λογοτεχνικούς κύκλους μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που αναφέρονται σε θυσίες ή πίστη.
Forsworn loyalty leads to downfall.
(Η αρνηθείσα πίστη οδηγεί σε πτώση.)
In fantasy tales, those who are forsaken often seek redemption.
(Στις φανταστικές ιστορίες, εκείνοι που έχουν εγκαταλειφθεί συχνά αναζητούν σωτηρία.)
To be forsaken by the gods is considered a grave misfortune.
(Το να εγκαταλειφθείς από τους θεούς θεωρείται σοβαρή κακοτυχία.)
He made a forsaken promise, never to love again.
(Έκανε μια αρνηθείσα υπόσχεση, να μην αγαπήσει ξανά.)
Η λέξη "forsworn" προέρχεται από το αγγλοσαξωνικό "forswiran", που σημαίνει "να γυρίσω την πλάτη" σε κάτι, με τον προθέμενο "for-" να υποδηλώνει αντίθεση και τον "swear" που σχετίζεται με τη δοσμένη υπόσχεση ή όρκο.
Συνώνυμα: - αποκηρυγμένος - απορριφθείς - αφορισμένος
Αντώνυμα: - δεσμευμένος - αφοσιωμένος - πιστός