Η φράση "forward overhand" λειτουργεί ως ένα σύνθετο επίθετο ή περιγραφικός όρος, και χρησιμοποιείται κυρίως σε αθλητικά συμφραζόμενα, όπως το τένις ή το μπέιζμπολ.
/ˈfɔːrwərd ˈoʊvərhænd/
Η φράση "forward overhand" αναφέρεται σε έναν τρόπο εκτέλεσης κινήσεων, όπου το χέρι κινείται προς τα εμπρός και πάνω. Συνήθως χρησιμοποιείται στη περιγραφή της κίνησης χτυπήματος, όπως σε συγκεκριμένες τεχνικές στο τένις ή στο κολύμπι. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό συμφραζόμενο, ειδικά σε τεχνικά ή αθλητικά κείμενα.
The tennis player executed a forward overhand serve that caught his opponent off guard.
Ο τενίστας εκτέλεσε μια μπροστά χέρι πάνω σερβίς που αιφνιδίασε τον αντίπαλό του.
During the baseball practice, he demonstrated the forward overhand throw to improve accuracy.
Κατά την προπόνηση μπέιζμπολ, εκείνος παρουσίασε τη μπροστά χέρι πάνω ρίψη για να βελτιώσει την ακρίβεια.
Η φράση "forward overhand" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους σε φράσεις που σχετίζονται με αθλητικές επιδόσεις:
She applied a forward overhand technique when serving, significantly improving her game.
Χρησιμοποίησε μια τεχνική μπροστά χέρι πάνω όταν σερβίρει, βελτιώνοντας σημαντικά το παιχνίδι της.
The coach emphasized the importance of a strong forward overhand motion in throws.
Ο προπονητής τόνισε τη σημασία μιας ισχυρής κίνησης μπροστά χέρι πάνω στις ρίψεις.
The forward overhand stroke in swimming is crucial for a powerful performance.
Το μπροστά χέρι πάνω κτύπημα στο κολύμπι είναι κρίσιμο για μια δυνατή απόδοση.
Η λέξη "forward" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "forweard", που σημαίνει "προς τα εμπρός", ενώ το "overhand" προέρχεται από το "over" και "hand", που σημαίνει ότι η κίνηση γίνεται πάνω από το χέρι ή με το χέρι να κινείται πάνω.
Συνώνυμα: - Overhead - Forward throw
Αντώνυμα: - Backward overhand - Underhand