Η φράση "foul dancer" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/faʊl ˈdæn.sɚ/
Η φράση "foul dancer" δεν είναι κάτι που είναι ευρέως αναγνωρίσιμος στη γλώσσα των Αγγλικών και δεν έχει μια γενικά αποδεκτή σημασία. Ωστόσο, μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους: 1. Χορευτής που χορεύει βρώμικα ή άσχημα. 2. Χορευτής που επιδεικνύει κακή συμπεριφορά κατά την διάρκεια του χορού.
Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπέτειες της χορευτικής ή θεατρικής σκηνής, αλλά δεν είναι συχνή. Δεν παρατηρείται σαφής προτίμηση σε προφορικό ή γραπτό λόγο.
"Ο βρώμικος χορευτής κατέστρεψε την παράσταση με τις απερίσκεπτες κινήσεις του."
"She avoided the foul dancer at the party because of his bad reputation."
"Απέφυγε τον κακό χορευτή στο πάρτι λόγω της κακής του φήμης."
"The judges scored him low for being a foul dancer on stage."
Δεν υπάρχουν γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιέχουν τη φράση "foul dancer". Ωστόσο, η λέξη "foul" χρησιμοποιείται συχνά σε άλλες ιδιωματικές εκφράσεις: 1. "Foul play" - κακή συμπεριφορά ή απάτη. - "It seems there was foul play involved in the game." - "Φαίνεται ότι υπήρχε κακή συμπεριφορά στο παιχνίδι."
"Ήταν σε κακή διάθεση μετά την διαφωνία."
"Foul language" - βρισιές ή προσβλητική γλώσσα.
Συνώνυμα: - "bad dancer" - "clumsy dancer"
Αντώνυμα: - "graceful dancer" - "talented dancer"