Foul-spoken είναι επίθετο.
/faʊl ˈspoʊkən/
Η λέξη foul-spoken αναφέρεται σε κάποιον που χρησιμοποιεί χυδαία ή προσβλητική γλώσσα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που μιλούν αγενώς ή απαξιωτικά, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο. Η χρήση της είναι πιο συχνή στην γραπτή μορφή, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο.
Ο κακόγλωσσος άντρας αποφεύγονταν από όλους στη γειτονιά.
Her foul-spoken remarks at the meeting shocked everyone present.
Η λέξη foul χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ενώ το "spoken" προσθέτει μια διάσταση που σχετίζεται με τον λόγο. Ακολουθούν επιπλέον παραδείγματα:
"Φαίνεται ότι υπάρχει κακή συμπεριφορά σε αυτήν την υπόθεση."
Foul mood
"Είναι σε κακή διάθεση όλη μέρα."
Foul language
"Η χρήση χυδαίας γλώσσας δεν είναι αποδεκτή σε αυτό το σχολείο."
To foul up
"Πραγματικά έκανα χάος τη παρουσίασή μου χθες."
Foul winds
Η λέξη foul προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "foul," που σημαίνει "βρώμικος" ή "βρόμικος." Το "spoken" είναι το παρελθόντος μετοχής του ρήματος "speak," που σημαίνει "μιλώ."
Συνώνυμα: - Vulgar - Abusive - Offensive
Αντώνυμα: - Polite - Respectful - Courteous