Ρήμα (gerund form of "founder")
/ˈfaʊndərɪŋ/
Η λέξη "foundering" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο βυθίζεται ή ανατρέπεται, συνήθως λόγω υπερβολικής πίεσης, στασιμότητας ή κακής συντήρησης. Στη γενική γλώσσα, μπορεί επίσης να σημαίνει την αποτυχία ή την κατάρρευση μιας προσπάθειας, οργάνωσης ή δομής.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε τεχνικές ή ναυτικές συζητήσεις καθώς και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τις αποτυχίες ή κρίσεις.
Η λέξη "foundering" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που υπονοούν αποτυχία ή καταρρεύσεις.
Πολλοί μαθητές βρίσκονται να καταρρέουν υπό πίεση κατά τη διάρκεια της εξεταστικής περιόδου.
Foundering on the rocks - The negotiation was foundering on the rocks of mutual distrust.
Η διαπραγμάτευση κατέρρευσε στα βράχια της αμοιβαίας δυσπιστίας.
Foundering hopes - Their hopes for a quick resolution were foundering after the latest developments.
Η λέξη "foundering" προέρχεται από τη μεσαιωνική Αγγλική λέξη "foundren", που σημαίνει "να βυθίζεται". Είναι συνδεδεμένη με την παλαιά γαλλική λέξη "fonder", που σημαίνει "να εγκαθιδρύσετε" ή "να βυθίσετε".
Συνώνυμα: - Sinking - Collapsing - Failing
Αντώνυμα: - Floating - Thriving - Succeeding