Ρήμα / Ουσιαστικό
/ˈfræk.tʃər/
Η λέξη "fracture" αναφέρεται σε μια ρήξη ή σπάσιμο ενός σκελετικού ή άλλου ιστού. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μια κατάσταση όπου το οστό έχει σπάσει ή ραγίσει. Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε ιατρικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα.
Η λέξη "fracture" χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα, αλλά και στην επιστήμη των υλικών για να περιγράψει τη ρήξη υλικών. Είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Ο γιατρός του διάγνωσε ένα κάταγμα στο πόδι του.
The earthquake caused a fracture in the road.
Ο σεισμός προκάλεσε μια ρωγμή στο δρόμο.
She felt a sharp pain after the fracture occurred.
Η λέξη "fracture" μπορεί να συμβεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει πολλές κοινές φράσεις. Εδώ είναι μερικές δραστηριότητες γύρω από την έννοια:
Ο έπαινος που δέχτηκε φάνηκε να ραγίζει την αυτοπεποίθησή του.
Fractured relationships
Δούλεψαν σκληρά για να επισκευάσουν τις ραγισμένες σχέσεις τους μετά τη διαμάχη.
Fracture zone
Η λέξη "fracture" προέρχεται από τη λατινική λέξη fractura, που σημαίνει "σπάσιμο", από το ρήμα frangere, που σημαίνει "σπάζω".
Συνώνυμα: - Break - Crack - Rupture
Αντώνυμα: - Heal - Mend - Restore