free: επίθετο
import: ουσιαστικό
free: /friː/
import: /ˈɪmpɔːrt/
free: ελεύθερος, δωρεάν
import: εισαγωγή
free import αναφέρεται σε διαδικασία εισαγωγής αγαθών χωρίς την επιβολή δασμών ή φόρων από τη χώρα εισαγωγής. Ο όρος χρησιμοποιείται σε πλαίσια του εμπορίου και της οικονομίας. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε εμπορικές συμφωνίες ή οικονομικές αναλύσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
Η δωρεάν εισαγωγή ήταν ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση των τοπικών βιομηχανιών.
The government announced a policy for free import of essential goods.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μία πολιτική για δωρεάν εισαγωγή απαραίτητων αγαθών.
Free import regulations can significantly lower consumer prices.
Ο όρος "free import" δεν χρησιμοποιείται ευρέως ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά ακολουθούν κάποιες σχετικές προτάσεις με παρόμοιες έννοιες:
Οι φόροι εισαγωγής μπορούν να επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις.
She's considering a free trade agreement.
Σκέφτεται μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.
Reducing tariffs can promote more foreign imports.
Η μείωση των δασμών μπορεί να προωθήσει περισσότερες ξένες εισαγωγές.
The free market encourages competition and imports.
free: Προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "freo", που σημαίνει "ελεύθερος, απαλλαγμένος" και σχετίζεται με το Γερμανικό "frei".
import: Προέρχεται από το Λατινικό "importare", το οποίο σημαίνει "να φέρεις μέσα" και είναι σύνθετο από το "in-" (μέσα) και "portare" (να φέρεις).
Συνώνυμα: - free: gratis, complimentary - import: importation, bringing in
Αντώνυμα: - free: restricted, limited - import: export, send out