Το "free market" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/fri ˈmɑrkɪt/
Η φράση "free market" αναφέρεται σε ένα οικονομικό σύστημα όπου οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών καθορίζονται από τη ζήτηση και την προσφορά, αντί από κυβερνητικές ρυθμίσεις ή παρέμβαση. Στις ελεύθερες αγορές, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές ελεύθερα αλληλεπιδρούν και οι αποφάσεις τους δεν ελέγχονται από το κράτος.
Η έννοια είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε συζητήσεις σχετικά με την οικονομία, την πολιτική και τις ρυθμίσεις. Η φράση "free market" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται πιο συχνά σε οικονομικά κείμενα και αναλύσεις.
Συχνότητα Χρήσης: Πολύ συχνή, ιδίως σε ακαδημαϊκούς και οικονομικούς κύκλους.
Οι αρχές μιας ελεύθερης αγοράς ενθαρρύνουν την καινοτομία και τον ανταγωνισμό.
Many economists argue that a free market can lead to greater efficiency.
Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μια ελεύθερη αγορά μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα.
In a free market, consumers have the power to choose products based on their preferences.
Ο όρος "free market" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις σχετικά με την οικονομία και την πολιτική.
Ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς έχει πιστωθεί για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
"Critics of the free market argue it can lead to inequality."
Οι επικριτές της ελεύθερης αγοράς υποστηρίζουν ότι μπορεί να οδηγήσει σε ανισότητα.
"The concept of a free market is often debated in political discussions."
Η έννοια της ελεύθερης αγοράς συχνά συζητείται σε πολιτικές συζητήσεις.
"A free market allows consumers to have more choices in the marketplace."
Μια ελεύθερη αγορά επιτρέπει στους καταναλωτές περισσότερες επιλογές στην αγορά.
"The free market system relies on voluntary exchanges between buyers and sellers."
Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς βασίζεται σε εθελοντικές συναλλαγές μεταξύ αγοραστών και πωλητών.
"Supporters of globalization often tout the benefits of a free market."
Ο όρος "free market" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και διαχωρίζεται σε δύο λέξεις: "free" (ελεύθερος), που προέρχεται από το αρχαίο Αγγλικό "freo," και "market" (αγορά), που προέρχεται από το λατινικό "mercatus."
Συνώνυμα: - Open market - Competitive market - Market economy
Αντώνυμα: - Regulated market - Command economy - Planned economy