Freedom είναι ουσιαστικό.
/ˈfriːdəm/
Η λέξη freedom αναφέρεται στην κατάσταση ή το δικαίωμα να ενεργείς, να μιλάς ή να σκέφτεσαι χωρίς περιορισμούς ή καταπίεση. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη έννοια σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς και στη φιλοσοφία.
Συχνότητα Χρήσης:
Η λέξη "freedom" χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου – προφορικό και γραπτό – αλλά είναι πιο εμφανής σε πολιτικά και κοινωνικά κείμενα και διαλόγους.
Η ελευθερία είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
People around the world fight for their freedom every day.
Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται για την ελευθερία τους κάθε μέρα.
Education is the key to personal freedom.
Η λέξη freedom εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
"In a democratic society, freedom of speech is vital."
Freedom of choice
"Everyone should have the freedom of choice in their personal lives."
To break free
"She decided it was time to break free from her old life."
Freedom fighter
"He was a recognized freedom fighter during the revolution."
Set someone free
Η λέξη freedom προέρχεται από την αρχαία αγγλική "freodom", που σημαίνει "η κατάσταση του να είναι κάποιος ελεύθερος". Η ρίζα της λέξης "free" προέρχεται από τη γερμανική γλώσσα με το νόημα της ελευθερίας ή της ανεξαρτησίας.
Συνώνυμα: - Liberty - Independence
Αντώνυμα: - Captivity - Oppression