Η φράση "frequent physical finding" είναι ένα ουσιαστικό.
/friːkwənt ˈfɪzɪkəl ˈfaɪndɪŋ/
Η φράση "frequent physical finding" αναφέρεται σε ένα εύρημα που παρατηρείται τακτικά σε φυσικές εξετάσεις ή αξιολογήσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στο πεδίο της ιατρικής και της διαγνωστικής για να υποδηλώσει σημεία ή συμπτώματα που είναι κοινά και αναγνωρίσιμα σε ασθενείς. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικές εκθέσεις ή επιστημονικές μελέτες.
Doctors often note the frequent physical finding of high blood pressure in older adults.
Οι γιατροί συχνά παρατηρούν το συχνό φυσικό εύρημα της υψηλής πίεσης αίματος στους ηλικιωμένους.
A frequent physical finding in patients with asthma is wheezing.
Ένα συχνό φυσικό εύρημα σε ασθενείς με άσθμα είναι ο συριγμός.
Στην ιατρική, η φράση μπορεί να εμφανιστεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"It's a frequent physical finding among athletes to have increased muscle tone."
"Είναι ένα συχνό φυσικό εύρημα μεταξύ των αθλητών να έχουν αυξημένο μυϊκό τόνο."
"The frequent physical finding of a rash may indicate an allergic reaction."
"Το συχνό φυσικό εύρημα ενός εξανθήματος μπορεί να υποδηλώνει αλλεργική αντίδραση."
"Clinicians look for frequent physical findings that support a diagnosis."
"Οι κλινικοί γιατροί αναζητούν συχνά φυσικά ευρήματα που υποστηρίζουν μια διάγνωση."
"A frequent physical finding in children is an elevated body temperature."
"Ένα συχνό φυσικό εύρημα στα παιδιά είναι η αυξημένη θερμοκρασία σώματος."
Η λέξη "frequent" προέρχεται από τη λατινική λέξη "frequentem", που σημαίνει "πυκνός" ή "συχνός". Η λέξη "physical" προέρχεται από το ελληνικό "φυσικός" που σημαίνει "σχετικά με τη φύση". Η λέξη "finding" προέρχεται από το παλαιά αγγλική "findan" που σημαίνει "ανακαλύπτω".
Συνώνυμα: - Common physical finding (συνηθισμένο φυσικό εύρημα) - Regular physical finding (τακτικό φυσικό εύρημα)
Αντώνυμα: - Rare physical finding (σπάνιο φυσικό εύρημα) - Uncommon physical finding (ασυνήθιστο φυσικό εύρημα)