Αυτή η φράση αποτελείται από δύο λέξεις: "frightful" (επίθετο) και "noise" (ουσιαστικό).
/ˈfraɪtfəl nɔɪz/
Η φράση "frightful noise" αναφέρεται σε έναν απογοητευτικό ή τρομακτικό θόρυβο που μπορεί να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή δυσφορία. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιγραφές αρνητικών ή ανησυχητικών ήχων, και είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
The frightful noise outside kept me awake all night.
Ο τρομακτικός θόρυβος έξω με κρατούσε ξύπνιο όλη τη νύχτα.
I heard a frightful noise coming from the basement.
Άκουσα έναν φοβερό θόρυβο που ερχόταν από το υπόγειο.
When the storm hit, the frightful noise of the wind was terrifying.
Όταν χτύπησε η καταιγίδα, ο τρομακτικός θόρυβος του ανέμου ήταν τρομακτικός.
Η φράση "frightful noise" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δώσει συγκεκριμένα νοήματα:
"A frightful noise pierced the silence."
Ένας τρομακτικός θόρυβος διάρρηξε τη σιωπή.
"The frightful noise echoed through the empty halls."
Ο τρομακτικός θόρυβος αντήχησε μέσα από τις άδειες αίθουσες.
"We found it hard to concentrate due to the frightful noise around us."
Ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούμε λόγω του τρομακτικού θορύβου γύρω μας.
"In the dead of night, a frightful noise made everyone jump."
Στη μέση της νύχτας, ένας τρομακτικός θόρυβος έκανε όλους να τρομάξουν.
"The frightful noise from the machinery was unbearable."
Ο τρομακτικός θόρυβος από τη μηχανή ήταν ανυπόφορος.
Συνώνυμα: - Terrifying noise - Horrendous sound - Alarmingly loud
Αντώνυμα: - Pleasant sound - Soothing noise - Quiet ambiance