Ο συνδυασμός λέξεων "frontal mirror" αποτελεί ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈfrʌntəl ˈmɪrər/
Ο όρος "frontal mirror" αναφέρεται σε καθρέφτη που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος μιας οθόνης ή ενός αντικειμένου, χρησιμοποιούμενος συχνά σε περιβάλλοντα όπως αυτοκίνητα, για να παρέχει την αναγκαία ορατότητα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και καταναλωτικά πλαίσια, είναι πιο συχνά σε γραπτό λόγο, ειδικά σε εγχειρίδια, περιγραφές προϊόντων ή άρθρα.
The car is equipped with a frontal mirror for better visibility.
(Το αυτοκίνητο είναι εξοπλισμένο με μπροστινό καθρέφτη για καλύτερη ορατότητα.)
During the test drive, the frontal mirror helped me see the oncoming traffic.
(Κατά τη διάρκεια της δοκιμής οδήγησης, ο εμπρός καθρέφτης με βοήθησε να δω την ερχόμενη κυκλοφορία.)
Η φράση "frontal mirror" δεν αποτελεί μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιπτώσεις στην τεχνική ή καθημερινή γλώσσα.
Ο όρος "frontal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "frontalis", που σημαίνει "του μετώπου". Η λέξη "mirror" προέρχεται από το λατινικό "mirare," που σημαίνει "να θαυμάζω" ή "να κοιτώ", υποδηλώνοντας την αντανάκλαση.
Συνώνυμα: - front mirror - primary mirror
Αντώνυμα: - rear mirror - back mirror
Αυτό το περιεχόμενο καλύπτει την έννοια "frontal mirror" στην αγγλική γλώσσα, αναλύοντας τις πτυχές της σημασίας, της χρήσης και άλλων σχετικών στοιχείων.