"Fuel target" αποτελεί ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/fjuːəl ˈtɑːɡɪt/
Ο όρος "fuel target" αναφέρεται σε μια καθορισμένη ποσότητα ή επίπεδο καυσίμου που μια επιχείρηση, οργανισμός ή κυβέρνηση στοχεύει να παραγάγει, να χρησιμοποιήσει ή να εξοικονομήσει. Χρησιμοποιείται ευρέως σε συμφραζόμενα όπως η ενέργεια και η περιβαλλοντική πολιτική. Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, για παράδειγμα σε εκθέσεις, πολιτικές και στρατηγικές ενέργειας. Συνήθως αναφέρεται σε στόχους βιωσιμότητας ή εξοικονόμησης ενέργειας.
Η κυβέρνηση έθεσε έναν στόχο καυσίμου για να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 30% μέχρι το 2030.
Many companies are striving to meet their fuel targets in order to be more environmentally friendly.
Παρόλο που ο όρος "fuel target" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συμφραζόμενα που αφορούν την πράσινη ενέργεια και τη βιωσιμότητα:
"Πετυχαίνουμε τον στόχο καυσίμου μας αυτό το τρίμηνο, κάτι που είναι μεγάλη επιτυχία για τους στόχους βιωσιμότητας μας."
"Meeting the fuel target isn't just about compliance; it's about the future of our planet."
"Η επίτευξη του στόχου καυσίμου δεν αφορά μόνο τη συμμόρφωση· αφορά το μέλλον του πλανήτη μας."
"The company's commitment to its fuel targets shows a serious investment in renewable energy."
Ο όρος "fuel" προέρχεται από την Λατινική λέξη "fomentum", που σημαίνει "πορεία ενέργειας". Ο όρος "target" προέρχεται από την Γαλλική λέξη "targette", που σημαίνει "σημάδι" ή "στόχος".
Συνώνυμα: 1. Energy goal 2. Emission target
Αντώνυμα: 1. Energy excess 2. Fuel waste