Fugitive debtor: φράση (noun phrase)
/ˈfjuːdʒɪtɪv ˈdɛbter/
Ο όρος fugitive debtor αναφέρεται σε ένα άτομο που χρωστά χρήματα και προσπαθεί να αποφύγει τις νομικές διαδικασίες για την αποπληρωμή των χρεών του. Αυτοί οι άνθρωποι συχνά "φεύγουν" ή κρύβονται για να αποφύγουν την αποδοχή των οφειλών τους ή την απόσυρση των χρημάτων από τις αρχές.
Ο όρος χρησιμοποιείται σε νομικά και χρηματοοικονομικά πλαίσια. Η χρήση του είναι σχετικά σπάνια στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε νομικά έγγραφα ή συζητήσεις σχετικά με το χρέος και την οφειλή.
Η τράπεζα ανέφερε τον φυγά οφειλέτη στις αρχές για παράνομες πρακτικές.
Many businesses face losses due to the actions of a fugitive debtor.
Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ζημίες λόγω των ενεργειών ενός οφειλέτη σε φυγή.
The court issued a warrant against the fugitive debtor who fled the country.
Ο όρος fugitive debtor δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές φράσεις στον νομικό τομέα.
Ο φυγάς οφειλέτης κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη για χρόνια.
"To track down a fugitive debtor is often a complex legal process."
Η εύρεση ενός φυγά οφειλέτη είναι συχνά μια πολύπλοκη νομική διαδικασία.
"Creditors have a tough time when dealing with a fugitive debtor."
Ο όρος fugitive προέρχεται από το λατινικό "fugitivus," που σημαίνει "αυτός που φεύγει," ενώ ο όρος debtor προέρχεται από το λατινικό "debitor," που σημαίνει "αυτός που χρωστά." Μαζί δημιουργούν έναν όρο που υποδεικνύει κάποιον που χρωστά και προσπαθεί να αποφύγει την πληρωμή.