Το "fulgour" είναι ουσιαστικό.
Με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /fʌlˈɡʊər/
Η λέξη "fulgour" προέρχεται από το λατινικό "fulgor," το οποίο σημαίνει "λάμψη" ή "φως." Στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται σπάνια και συνήθως αναφέρεται σε κάτι που εκπέμπει έντονο φως ή έχει μία φανερή ή ζωηρή όψη. Δε χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό ή γραπτό λόγο και είναι πιο κοινή σε λογοτεχνικά ή ποιητικά συμφραζόμενα.
The fulgour of the stars filled the night sky.
Η λάμψη των αστεριών γέμισε το νυχτερινό ουρανό.
His fulgour personality captivated everyone around him.
Η λαμπερή του προσωπικότητα κατέκτησε όλους γύρω του.
Η λέξη "fulgour" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να παρουσιαστεί σε πιο φιλολογικά ή ποιητικά συμφραζόμενα που υποδηλώνουν την έννοια του φωτός ή της ενέργειας.
She moved with a fulgour spirit, illuminating the room as she walked in.
Κινήθηκε με ένα λαμπρό πνεύμα, φωτίζοντας το δωμάτιο καθώς μπήκε.
The artist's fulgour vision was evident in every brush stroke of the painting.
Η λαμπρή όραση του καλλιτέχνη ήταν προφανής σε κάθε πινελιά του πίνακα.
Nature's fulgour beauty can be seen during sunrise.
Η εκπληκτική ομορφιά της φύσης μπορεί να παρατηρηθεί κατά την ανατολή του ήλιου.
Η λέξη "fulgour" προέρχεται από το λατινικό "fulgor," που σημαίνει "λάμψη" ή "φωτεινότητα" και σχετίζεται με ρίζες που εκφράζουν τη φωτεινότητα και την ένταση.
Συνώνυμα:
- Luster
- Brilliance
- Radiance
Αντώνυμα:
- Dullness
- Darkness
- Obscurity