Η φράση "full binding" λειτουργεί ως ουσιαστικό. Μπορεί επίσης να περιγραφεί ως μια τεχνική ή πρόταση που χρησιμοποιείται σε ειδικά συμφραζόμενα, συνήθως σε νομικά ή εμπορικά συμφραζόμενα.
/fʊl ˈbaɪndɪŋ/
Η φράση "full binding" αναφέρεται συνήθως σε μια κατάσταση ή συμφωνία όπου υπάρχει πλήρης νομική, οικονομική ή άλλη δέσμευση, χωρίς εξαιρέσεις. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, όπως η νομική, η συμβατική ή η εμπορική πρακτική.
Η "full binding" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, όπως συμβάσεις, νομικά διατάγματα ή οικονομικές αναφορές. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται σε προφορικές συζητήσεις, εκτός από συγκεκριμένους τομείς.
The contract included full binding terms that both parties agreed to.
Το συμβόλαιο περιλάμβανε πλήρεις δεσμευτικούς όρους που συμφώνησαν και οι δύο πλευρές.
We need a full binding agreement to ensure compliance.
Χρειαζόμαστε μια πλήρη δεσμευτική συμφωνία για να διασφαλίσουμε τη συμμόρφωση.
The full binding nature of the document protects everyone's interests.
Η πλήρης δεσμευτική φύση του εγγράφου προστατεύει τα συμφέροντα όλων.
Δεν υπάρχουν πολύ γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη φράση "full binding", αλλά χρησιμοποιείται σε νομικές και συμβατικές εννοιολογήσεις. Μπορεί να συνδεθεί με έννοιες όπως:
This full binding contract ensures both parties are committed until the end of the project.
Αυτό το πλήρες δεσμευτικό συμβόλαιο διασφαλίζει ότι και οι δύο πλευρές είναι δεσμευμένες μέχρι την ολοκλήρωση του έργου.
Full binding agreement
Πλήρης δεσμευτική συμφωνία
Η λέξη "full" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "fulla", που σημαίνει "πλήρης". Η λέξη "binding" προέρχεται από την Αγγλική "bind", που έχει ρίζες στην Παλαιά Αγγλική "bindan", που σημαίνει "δέσιμο" ή "σύνδεση".