Η φράση "full family" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun).
/fʊl ˈfæmɪli/
Η φράση "full family" αναφέρεται στην ολοκληρωμένη οικογένεια ενός ατόμου, συνήθως συμπεριλαμβάνοντας γονείς, αδέρφια και άλλα συγγενικά πρόσωπα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η κοινωνική πολιτική, η συναισθηματική υποστήριξη και οι οικογενειακές σχέσεις. Συνήθως, η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικές, αλλά και γραπτές επικοινωνίες.
Η φράση "full family" χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε στενές προσωπικές συζητήσεις, αλλά μπορεί να απαντηθεί και σε επίσημες γραπτές επικοινωνίες που αφορούν την οικογένεια.
"Κάλεσαν την πλήρη οικογένειά τους στον γάμο."
"It's important to have a full family support system."
"Είναι σημαντικό να έχεις ένα ολοκληρωμένο οικογενειακό σύστημα υποστήριξης."
"He grew up in a full family with lots of love."
Η φράση "full family" μπορεί να είναι λιγότερο κοινώς συνδεδεμένη με συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί γενικά για να εκφράσει ιδέες γύρω από την οικογένεια.
"Σε μια πλήρη οικογένεια, ο καθένας παίζει έναν ρόλο."
"A full family celebration is the best kind."
"Μια γιορτή με πλήρη οικογένεια είναι η καλύτερη."
"Let’s make sure everyone from the full family is invited."
"Ας διασφαλίσουμε ότι όλοι από την πλήρη οικογένεια είναι προσκεκλημένοι."
"Growing up in a full family can create strong bonds."
Ο όρος "full" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "fulla," η οποία σημαίνει "πλήρης," ενώ ο όρος "family" προέρχεται από τη λατινική λέξη "familia," που αναφέρεται σε μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μαζί και σχετίζονται ο ένας με τον άλλο.