Ο όρος "full redundancy" αναφέρεται σε ένα σύστημα ή διαδικασία όπου υπάρχει πλήρης ή πλήρης πλεονασμός, συνήθως σε τεχνικά ή οργανωτικά πλαίσια. Σημαίνει ότι υπάρχουν εφεδρικά στοιχεία ή διαδικασίες που μπορούν να αναλάβουν τη λειτουργία ενός άλλου στοιχείου σε περίπτωση αποτυχίας.
Η χρήση του όρου είναι συχνή σε κλάδους όπως η μηχανική, η πληροφορική και η διοίκηση επιχειρήσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και τεχνικά κείμενα.
"The system was designed with full redundancy to ensure no downtime."
"Το σύστημα σχεδιάστηκε με πλήρη πλεονασμό για να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν διακοπές."
"Implementing full redundancy in our network has improved reliability."
"Η εφαρμογή πλήρους πλεονασμού στο δίκτυό μας έχει βελτιώσει την αξιοπιστία."
"Full redundancy in critical systems can prevent major failures."
"Ο πλήρης πλεονασμός σε κρίσιμα συστήματα μπορεί να αποτρέψει σημαντικές αποτυχίες."
Ο όρος "full redundancy" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τέτοιου είδους προτάσεις:
"We cannot afford full redundancy in our budget cuts."
"Δεν μπορούμε να αντέξουμε πλήρη πλεονασμό στις περικοπές του προϋπολογισμού."
"The airline implemented full redundancy protocols to ensure passenger safety."
"Η αεροπορική εταιρία εφάρμοσε πρωτόκολλα πλήρους πλεονασμού για να εξασφαλίσει την ασφάλεια των επιβατών."
"His approach to project management includes full redundancy in all processes."
"Η προσέγγισή του στη διαχείριση έργων περιλαμβάνει πλήρη πλεονασμό σε όλες τις διαδικασίες."
Ο όρος "redundancy" προέρχεται από τη λατινική λέξη "redundare" που σημαίνει "προέρχομαι ξανά" ή "ρέω". Η προσθήκη του επιθέτου "full" υποδηλώνει ότι ο πλεονασμός είναι πλήρης και όχι μερικός.
Αυτή είναι η συνολική ανάλυση του όρου "full redundancy".