Η λέξη "full-screen" είναι επιρρηματική και χρησιμοποιείται και ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /fʊl skriːn/
Η λέξη "full-screen" αναφέρεται σε μια ρύθμιση ή κατάσταση όπου μια εικόνα ή μια εφαρμογή επεκτείνεται για να καταλάβει όλη την οθόνη της συσκευής, χωρίς περιθώρια ή διαστήματα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εφαρμογές υπολογιστών, βίντεο και άλλες πολυμέσες. Είναι αρκετά συχνή στα γραπτά κείμενα σχετικά με την τεχνολογία και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
I switched to full-screen mode to watch the movie.
Μετάβηκα σε πλήρη οθόνη για να δω την ταινία.
You can adjust the settings for full-screen display in the preferences menu.
Μπορείτε να προσαρμόσετε τις ρυθμίσεις για την πλήρη οθόνη στο μενού προτιμήσεων.
Full-screen applications often provide a better viewing experience.
Οι εφαρμογές πλήρους οθόνης συχνά προσφέρουν καλύτερη εμπειρία θέασης.
Η λέξη "full-screen" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και τεχνικούς όρους:
Full-screen presentation
The CEO gave a full-screen presentation on the company's performance.
Ο διευθύνων σύμβουλος έκανε μια παρουσίαση πλήρους οθόνης για την απόδοση της εταιρείας.
Go full-screen
To enjoy the game better, make sure to go full-screen.
Για να απολαύσεις το παιχνίδι καλύτερα, βεβαιώσου ότι θα μπεις σε πλήρη οθόνη.
Full-screen mode
Activating full-screen mode eliminates distractions.
Η ενεργοποίηση του πλήρους οθόνης εξαλείφει τους περισπασμούς.
Full-screen video
Watching a full-screen video makes the details more vivid.
Η παρακολούθηση ενός βίντεο πλήρους οθόνης καθιστά τις λεπτομέρειες πιο ζωντανές.
Full-screen app
The full-screen app provides a more engaging user interface.
Η εφαρμογή πλήρους οθόνης παρέχει μια πιο ελκυστική διεπαφή χρήστη.
Η λέξη "full-screen" προέρχεται από τη σύνθεση δύο αγγλικών λέξεων: "full" (πλήρης) και "screen" (οθόνη). Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στον χώρο της τεχνολογίας με την ανάπτυξη υπολογιστικών συστημάτων και πολυμέσων.
Συνώνυμα:
- πλήρης οθόνη
- πλήρης προβολή
Αντώνυμα:
- παράθυρο (windowed)
- περιορισμένη οθόνη (limited screen)