Ο όρος "full-time agent" είναι μια φράση που περιλαμβάνει ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό.
/ˈfʊl taɪm ˈeɪdʒənt/
Ο όρος "full-time agent" αναφέρεται σε ένα άτομο που εργάζεται με πλήρη απασχόληση ως πράκτορας σε κάποιον τομέα, όπως η ασφάλιση, η ακίνητη περιουσία, οι πωλήσεις ή ο τουρισμός. Συνήθως, οι full-time agents διαθέτουν περισσότερες ώρες εργασίας και πιο σταθερή απασχόληση σε αντίθεση με τους μερικής απασχόλησης συναδέλφους τους.
Είναι μια πιο επίσημη και επαγγελματική φράση που χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε αγγελίες εργασίας ή επαγγελματικές περιγραφές. Στον προφορικό λόγο, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τονίσει τη δουλειά κάποιου σε μια πλήρους απασχόλησης θέση.
"Εργάζεται ως πράκτορας πλήρους απασχόλησης σε μια εταιρεία ακινήτων."
"Many full-time agents earn a higher commission than part-time ones."
"Πολλοί πράκτορες πλήρους απασχόλησης κερδίζουν μεγαλύτερη προμήθεια από τους μερικής απασχόλησης."
"Being a full-time agent requires a lot of dedication and effort."
Ο όρος "full-time agent" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κάποιες κοινές εκφράσεις στον τομέα των επαγγελματικών σχέσεων. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Ένας πράκτορας πλήρους απασχόλησης πάντα κάνει επιπλέον προσπάθειες για τους πελάτες."
"As a full-time agent, networking is essential for success."
"Ως πράκτορας πλήρους απασχόλησης, η δικτύωση είναι ουσιώδης για την επιτυχία."
"Being a full-time agent means staying updated with market trends."
"Η εργασία ως πράκτορας πλήρους απασχόλησης σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθείς τις τάσεις της αγοράς."
"A successful full-time agent understands the needs of their customers."
"Ένας επιτυχημένος πράκτορας πλήρους απασχόλησης κατανοεί τις ανάγκες των πελατών του."
"Full-time agents often attend training sessions to improve their skills."
Ο όρος "full-time" προέρχεται από το αγγλικό "full," που σημαίνει "πλήρης," και "time," που δηλώνει τη διάρκεια της εργασίας. Ο όρος "agent" προέρχεται από τη λατινική λέξη "agens," που σημαίνει "αυτός που ενεργεί," και αναφέρεται σε άτομα που εκπροσωπούν ή λύνουν θέματα για άλλους.