full-timer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

full-timer (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "full-timer" αναφέρεται σε ένα άτομο που εργάζεται με πλήρη απασχόληση, δηλαδή, εργάζεται 40 ώρες την εβδομάδα ή περισσότερες, σε αντίθεση με κάποιον που εργάζεται με μερική απασχόληση. Είναι μια συνήθης έννοια σε επαγγελματικά και εργασιακά περιβάλλοντα και χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει θέσεις εργασίας που απαιτούν πλήρη παρουσία και δέσμευση από τον εργαζόμενο. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο σχετικά με θέματα απασχόλησης και καριέρας, ενώ μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Many companies prefer to hire full-timers for better team stability.
    Πολλές εταιρείες προτιμούν να προσλαμβάνουν εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης για καλύτερη σταθερότητα στην ομάδα.

  2. As a full-timer, you will have access to more benefits.
    Ως εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, θα έχετε πρόσβαση σε περισσότερα οφέλη.

  3. The company is looking for full-timers to meet the increasing demand.
    Η εταιρεία αναζητά εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "full-timer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές ιδέες και εκφράσεις:

  1. Full-time job: A job that requires a full-time commitment.
    He finally found a full-time job that suits him.
    Επιτέλους βρήκε μια θέση πλήρους απασχόλησης που του ταιριάζει.

  2. Split between full-timer and part-timer: Refers to the distinction between full-time and part-time working arrangements.
    The team is split between full-timers and part-timers, leading to different levels of commitment.
    Η ομάδα είναι διχασμένη μεταξύ εργαζομένων πλήρους και μερικής απασχόλησης, οδηγώντας σε διαφορετικά επίπεδα δέσμευσης.

  3. Transitioning from part-time to full-time: Moving from a part-time position to a full-time one.
    After a successful probation period, she is transitioning from part-time to full-time.
    Μετά από μια επιτυχημένη περίοδο δοκιμαστικής απασχόλησης, μεταβαίνει από μερική σε πλήρη απασχόληση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "full-timer" σχηματίζεται από το επίθετο "full" που σημαίνει "πλήρης" και το ουσιαστικό "timer," το οποίο σε αυτή την περίπτωση αναφέρεται στον χρόνο εργασίας. Η έννοια της πλήρους απασχόλησης έχει διαμορφωθεί με την ανάπτυξη της σύγχρονης αγοράς εργασίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024