"Functionally free" αποτελεί μία φράση που χρησιμοποιείται ως επίθετο στην αγγλική γλώσσα.
/fʌŋkʃənəli friː/
Η φράση "functionally free" αναφέρεται σε κάτι που είναι ελεύθερο στην πρακτική του χρήση ή λειτουργία, ακόμα κι αν μπορεί να υπάρχουν περιορισμοί ή υποχρεώσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κοινωνικούς ή πολιτικούς τομείς, εννοώντας ότι κάποιος έχει την ελευθερία να πράττει ή να επιλέγει, χωρίς να υφίσταται πρακτικά περιορισμένος.
Η χρήση της φράσης "functionally free" παρατηρείται κυρίως σε γραπτές αναλύσεις και ακαδημαϊκά κείμενα. Είναι λιγότερο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
"Οι πολίτες είναι λειτουργικά ελεύθεροι να εκφράσουν τις απόψεις τους."
"While the law says they are functionally free, many still face societal pressures."
Η φράση "functionally free" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και συζητήσεις για να περιγράψει τις σχέσεις μεταξύ ελευθερίας και περιορισμών:
"Σε ορισμένες καταστάσεις, οι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται λειτουργικά ελεύθεροι αλλά είναι ακόμα περιορισμένοι από πολιτισμικούς κανόνες."
"Though they appear functionally free, many individuals grapple with internal conflicts."
"Αν και φαίνονται λειτουργικά ελεύθεροι, πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν εσωτερικές συγκρούσεις."
"The concept of being functionally free can vary greatly across different societies."
"Η έννοια του να είναι κανείς λειτουργικά ελεύθερος μπορεί να διαφέρει σημαντικά ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες."
"Being functionally free from obligations allows for personal growth."
"Το να είσαι λειτουργικά ελεύθερος από υποχρεώσεις επιτρέπει την προσωπική ανάπτυξη."
"Some claim they are functionally free; however, workplace policies can impose constraints."
Η φράση "functionally free" προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων: "functionally" (λειτουργικά) από τη λέξη "function" (λειτουργία, έργο) και "free" (ελεύθερος), που συνδυάζουν την έννοια της ελευθερίας με τη λειτουργική κατάσταση.
Συνώνυμα: - Practically free - Operationally free - Effectively free
Αντώνυμα: - Functionally constrained - Functionally restricted - Practically captive