Το "funiculate" είναι επίθετο.
/fjuːnɪˈkjuːleɪt/
Η λέξη "funiculate" προέρχεται από το λατινικό "funiculatus", που σημαίνει "σχηματισμένος με σχοινί" ή "που σχετίζεται με σχοινιά". Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία για να περιγράψει δομές που μοιάζουν με σχοινιά ή νήματα.
Η χρήση της "funiculate" είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη βιολογία, την ανατομία ή την παθολογία, και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
The funiculate structure of the plant is interesting to study.
Η σχοινώδης δομή του φυτού είναι ενδιαφέρον να μελετηθεί.
Researchers are examining funiculate connections in the nervous system.
Οι ερευνητές εξετάζουν τις ανηρτημένες συνδέσεις στο νευρικό σύστημα.
Η λέξη "funiculate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με τεχνικές ή επιστημονικές φράσεις.
Funicular passage - An anatomical pathway that resembles a cord.
Σχοινώδης διάδρομος - Ένας ανατομικός δρόμος που μοιάζει με κορδόνι.
Funicular nerve fibers - Nerve fibers that are arranged like cords.
Νευρικές ίνες σχοινώδεις - Νευρικές ίνες που είναι οργανωμένες σαν κορδόνια.
Funiculate attachment - Refers to a type of connection that is string-like.
Σχοινώδης προσκόλληση - Αναφέρεται σε μια μορφή σύνδεσης που είναι σαν κορδόνι.
Η λέξη "funiculate" προέρχεται από το λατινικό "funiculatus", το οποίο είναι ένα υποκοριστικό του "funis" που σημαίνει "σχοινί".
Συνώνυμα: - cord-like - thread-like
Αντώνυμα: - flat - broad
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη "funiculate" με λεπτομέρεια, εστιάζοντας στη σημασία, τη χρήση και τις σχετικές περιπλοκές της.